- αθόλωτος
- (I)-η, -ο (Α ἀθόλωτος, -ον) [θολῶ]μη θολωμένος, καθαρόςμσν.1. αγνός, αμόλυντος2. απαραβίαστος3. αυτός που δεν κλονίζεται από ταραχές4. μτφ. αυτός που δεν ταράζεται, ο ψύχραιμος.————————(II)-η, -οο δίχως θόλο, ο μη θολωτός, αθολοσκέπαστος, άθολος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + θολωτός < θόλος].
Dictionary of Greek. 2013.